Τέλος οι κομπίνες με τον ΦΠΑ στα εισαγόμενα μεταχειρισμένα ΙΧ

Τέλος στις κομπίνες με τον ΦΠΑ στα εισαγόμενα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα βάζουν οι νέοι κανόνες διαφάνειας που έθεσε σε ισχύ η ΕΕ από την 1η Ιανουαρίου 2024 ώστε να βοηθήσει τα κράτη-μέλη να καταπολεμήσουν την απάτη στον συγκεκριμένο τομέα.

Ειδικά στην Ελλάδα έχουν καταγραφεί χιλιάδες περιστατικά την τελευταία 15ετία τα οποία αφορούν σε μη απόδοση ΦΠΑ καθώς κάποιοι επιτήδειοι εισαγωγείς φρόντιζαν να αγοράζουν τα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα από ένα κράτος-μέλος στη συνέχεια να το μεταπωλούσαν σε κάποια άλλη εταιρεία «φάντασμα» σε άλλο κράτος-μέλος πριν την τελική εισαγωγή του οχήματος στην Ελλάδα όπου και δεν αποδίδονταν ο ΦΠΑ.

Επίσης στο στόχαστρο της ΕΕ έχουν τεθεί πλέον και οι έμποροι μεταχειρισμένων αυτοκινήτων που δεν έχουν κάποιο παραδοσιακό φυσικό κατάσταση αλλά πωλούν αυτοκίνητα μέσω του Διαδικτύου χωρίς να αποδίδουν φόρους και ΦΠΑ στα εκάστοτε κράτη-μέλη δημιουργώντας μια τεράστια φοροδιαφυγή αλλά και αθέμιτο ανταγωνισμό στις νόμιμες επιχειρήσεις του κλάδου.

Οι νέοι κανόνες θα παρέχουν στις φορολογικές διοικήσεις των κρατών μελών της ΕΕ πληροφορίες για πληρωμές οι οποίες θα τους επιτρέπουν να εντοπίζουν ευκολότερα την απάτη στον τομέα του ΦΠΑ, με ιδιαίτερη έμφαση στο ηλεκτρονικό εμπόριο, που είναι ιδιαίτερα επιρρεπές σε περιπτώσεις μη συμμόρφωσης και απάτης στον τομέα του ΦΠΑ. Αυτό με τη σειρά του δημιουργεί κενά στα φορολογικά έσοδα με τα οποία χρηματοδοτούνται ζωτικές δημόσιες υπηρεσίες.

Για παράδειγμα, ορισμένοι επιγραμμικοί πωλητές χωρίς φυσική παρουσία σε κράτος μέλος της ΕΕ πωλούν αγαθά και υπηρεσίες σε καταναλωτές της ΕΕ χωρίς να εγγράφονται σε μητρώο ΦΠΑ πουθενά στην ΕΕ ή δηλώνοντας χαμηλότερη από την πραγματική αξία των επιγραμμικών πωλήσεών τους. Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη χρειάζονται ενισχυμένα εργαλεία για τον εντοπισμό και τον τερματισμό αυτής της παράνομης συμπεριφοράς.

Πιο αναλυτικά το νέο σύστημα αξιοποιεί τον καίριο ρόλο που διαδραματίζουν οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών (ΠΥΠ), όπως οι τράπεζες, τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος, τα ιδρύματα πληρωμών και οι υπηρεσίες ταχυδρομικών επιταγών, που διευκολύνουν συλλογικά πάνω από το 90% των επιγραμμικών αγορών στην ΕΕ.

Από την 1η Ιανουαρίου, οι εν λόγω πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών θα πρέπει να παρακολουθούν τους δικαιούχους διασυνοριακών πληρωμών και, από την 1η Απριλίου, να διαβιβάζουν στις διοικήσεις των κρατών μελών της ΕΕ πληροφορίες σχετικά με όσους λαμβάνουν περισσότερες από 25 διασυνοριακές πληρωμές ανά τρίμηνο. Οι πληροφορίες αυτές θα συλλέγονται στη συνέχεια σε μια νέα ευρωπαϊκή βάση δεδομένων που θα αναπτυχθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το κεντρικό ηλεκτρονικό σύστημα πληροφοριών για τις πληρωμές (CESOP), όπου θα αποθηκεύονται, θα συγκεντρώνονται και θα διασταυρώνονται με άλλα δεδομένα.

Στη συνέχεια, όλες οι πληροφορίες στο CESOP θα τίθενται στη διάθεση των κρατών μελών μέσω του Eurofisc, του δικτύου ειδικών της ΕΕ για την καταπολέμηση της απάτης στον τομέα του ΦΠΑ, το οποίο εγκαινιάστηκε το 2010. Αυτό θα διευκολύνει πολύ τα κράτη μέλη όσον αφορά την ανάλυση δεδομένων και τον εντοπισμό επιγραμμικών πωλητών που δεν συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις στον τομέα του ΦΠΑ, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων που δεν είναι εγκατεστημένες στην ΕΕ.

Οι υπάλληλοι σύνδεσμοι του Eurofisc έχουν επίσης την εξουσία να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα σε εθνικό επίπεδο, όπως η διεκπεραίωση αιτήσεων παροχής πληροφοριών, οι έλεγχοι ή η διαγραφή αριθμών ΦΠΑ από τα μητρώα. Παρόμοιες διατάξεις ισχύουν ήδη σε ορισμένα κράτη μέλη και σε άλλες χώρες και είχαν απτά αποτελέσματα όσον αφορά την καταπολέμηση της απάτης στον τομέα του ηλεκτρονικού εμπορίου.