Φόροι και δασμοί το 50% της τιμής των καυσίμων!

    Σε ενημέρωση προχώρησε ο Σύνδεσμος Εταιρειών Εμπορίας Πετρελαιοειδών Ελλάδος (ΣΕΕΠΕ) με σύντομες, απλές και τεκμηριωμένες απαντήσεις σε μια σειρά ζητημάτων που αφορούν στις τιμές των καυσίμων, τη διαμόρφωσή τους, αλλά και το φαινόμενο της παραβατικότητας.

    Ωστόσο είναι ξεκάθαρο ότι οι φόροι που επιβάλλονται στα καύσιμα είναι υψηλότεροι από την τιμή απόκτησής τους με αποτέλεσμα η τελική τιμή απόκτησης για τους καταναλωτές να είναι υπέρογκη!

    Ειδικότερα με την μέση τιμή της αμόλυβδης βενζίνης να κυμαίνεται σε 2,392 ευρώ το 1,130 ευρώ (47,2%) αφορά στην τιμή του προιόντος, το 1,186 ευρώ (49,6%) σε φόρους και δασμούς και το 0,076 ευρώ (3,2%) στο μικτό περιθώριο κέρδους της εταιρείας εμπορίαςμεταφορέα και του πρατηριούχου!

    Οι φόροι εκτοξεύουν τις τιμές των καυσίμων

    Αλήθεια Η πραγματικότητα είναι αρκετά διαφορετική. Η χώρα µας βρίσκεται κοντά στον Μέσο Όρο της Ε.Ε. (σε ορισμένες περιπτώσεις και κάτω από αυτόν) σχετικά µε τις τιµές των καυσίµων προ φόρων και δασµών. Με την προσθήκη φόρων και δασµών οι τελικές τιµές που διαμορφώνονται είναι πράγματι από τις υψηλότερες.

    Οι Εταιρείες Εμπορίας και τα πρατήρια καυσίµων δεν έχουν τεράστια κέρδη 

    Τα κέρδη για τις Εταιρείες Εμπορίας, τους µεταφορείς και τα πρατήρια ήταν εξαιρετικά περιορισµένα ακόµη και πριν από την επιβολή του «πλαφόν». Απόδειξη αποτελεί πως µέσα σε µια δεκαετία (2007-2017) έκλεισαν σχεδόν 2.000 πρατήρια. Ένας σημαντικός αριθμός έντιμων πρατηριούχων έχει αποχωρήσει από την αγορά. Τη θέση τους κάλυψαν παραβατικοί πρατηριούχοι, οι οποίοι πληρώνουν υπέρογκα ενοίκια, για να αποκτήσουν πρατήρια. Παράλληλα, από την αγορά έχουν αποχωρήσει µεγάλες πολυεθνικές Εταιρείες, καθώς και µικρές ανεξάρτητες ελληνικές Εταιρείες.

    Αξίζει να σηµειωθεί πως το πραγµατικό κέρδος σε πολλές περιπτώσεις εξανεµίζεται λόγω των αυξηµένων λειτουργικών εξόδων (ενοίκια, ηλεκτρικό ρεύμα, µεταφορικό κόστος) και από την µεγάλη αύξηση του χρηματοοικονομικού κόστους, µια αύξηση που δεν καλύπτεται από το πλαφόν που επιβλήθηκε στην αγορά καυσίµων. Ακόµη και αν εξαλειφόταν πλήρως το κέρδος των Εταιριών, των µεταφορέων και των πρατηριούχων, το όφελος για τον καταναλωτή θα ήταν σχεδόν µηδαµινό.

    Πότε αυξάνονται και πότε μειώνονται οι τιµές στα πρατήρια

    Οι χονδρικές τιµές στην Ελλάδα καθορίζονται από τις διεθνείς τιµές των τελικών προϊόντων πετρελαιοειδών -όχι από τις τιµές του αργού– και διαμορφώνονται από τον Μέσο Όρο των τελευταίων τεσσάρων ηµερών (των τελικών τιµών του κάθε προϊόντος). Εποµένως, είναι λογικό να υπάρχει µια σχετική υστέρηση στην εµφάνιση των αυξοµειώσεων των διεθνών τιµών στην ελληνική αγορά. Οι Εταιρείες Εµπορίας διαµορφώνουν τις τιµές τους καθηµερινά, µε βάση τις τιµές των ∆ιυλιστηρίων. Όσο είναι σε ισχύ το «πλαφόν», η εφοδιαστική αλυσίδα είναι υποχρεωµένη να περνά τις όποιες αυξήσεις ή µειώσεις υπάρχουν στην αντλία.

    Τι έχει προκαλέσει το «πλαφόν» στις τιμές

    Το µέτρο του «πλαφόν» έρχεται σε αντίθεση µε τις αρχές της ελεύθερης οικονοµίας και του υγιούς ανταγωνισµού. Ωστόσο, µετά την απόφαση της Κυβέρνησης για την εφαρµογή του µέτρου, δεν θα πρέπει να υπάρχει το παραµικρό περιθώριο για αθέµιτη κερδοφορία. Αυτό είναι αποκλειστική και θεσμική αρμοδιότητα της Πολιτείας, καθώς και ευθύνη απέναντι στον καταναλωτή, για τον έλεγχο των τιμών στα πρατήρια, και την αυστηρή τήρηση της εφαρμογής του «πλαφόν».

    Οι Εταιρείες Εµπορίας απαγορεύεται όχι µόνο να ελέγχουν αλλά ακόµη και να συστήνουν λιανικές τιµές αντλίας. Είναι ευθύνη του κράτους, το οποίο διαθέτει τους κατάλληλους μηχανισμούς και τα «εργαλεία», να πραγματοποιεί διαρκείς και αποτελεσματικούς ελέγχους και να επιβάλλει κυρώσεις, προκειμένου να προστατεύσει τους καταναλωτές από τη µειοψηφία των πρατηρίων που δεν εφαρμόζει το «πλαφόν».

    Γιατί είναι υψηλές οι τιμές στα νησιά

    Οι υψηλότερες τιµές σε ορισµένα νησιά οφείλονται σε τρεις βασικούς παράγοντες που αφορούν στο αυξηµένο µεταφορικό κόστος, στο καθεστώς ΦΠΑ που υπόκειται το κάθε νησί και στη ζήτηση που παρουσιάζεται για καύσιμα.

    Αναλυτικότερα:

    Το µεταφορικό κόστος ήταν ανέκαθεν εξαιρετικά υψηλό για πρατήρια που βρίσκονται σε απομακρυσμένες περιοχές και νησιά της χώρας. Η απορρόφηση αυτής της επιβάρυνσης από τους πρατηριούχους, ειδικά σήµερα που η διεθνής ενεργειακή κρίση έχει εκτινάξει το µεταφορικό κόστος, είναι αδύνατη, µε αποτέλεσμα να µετακυλίεται στην τιµή της αντλίας.

    Η κυβέρνηση, έχει µειώσει τον ΦΠΑ στα καύσιμα σε ορισµένα νησιά από 24% σε 17%. Εποµένως, η σύγκριση των τιµών µεταξύ νησιών που υπόκεινται σε διαφορετικό συντελεστή ΦΠΑ, δεν είναι δόκιμη.

    Η τιµή της αντλίας διαμορφώνεται µε βάση την τιµή αγοράς των καυσίµων από τους πρατηριούχους. Υπάρχουν νησιά µε χαμηλή ζήτηση και κατανάλωση, όπου οι πρατηριούχοι προμηθεύονται καύσιμα λιγότερο συχνά από ότι παραγγέλνουν συνάδελφοί τους σε νησιά µε µεγαλύτερη ζήτηση και κατανάλωση. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι τιµές στα νησιά αυτά να καθυστερούν να εναρμονιστούν µε τη µέση τιµή στην υπόλοιπη χώρα, κάποιες φορές προς όφελος και κάποιες εις βάρος του καταναλωτή.

    Ο ανταγωνισμός λειτουργεί προς όφελος του καταναλωτή

    Η αγορά των καυσίµων στην Ελλάδα λειτουργεί σε ένα περιβάλλον υγιούς ανταγωνισµού. Όποια Εταιρεία επιθυμεί µπορεί ελεύθερα να δραστηριοποιηθεί στη ∆ιύλιση, την Εισαγωγή ή την Εµπορία καυσίµων. Το µέγεθος της ελληνικής αγοράς είναι µικρό και δεν δικαιολογεί, από οικονοµική άποψη, την ύπαρξη περισσότερων ∆ιυλιστηρίων. Συγχρόνως, στην Ελλάδα υπάρχει ένας πολύ µεγάλος αριθµός Εταιρειών και πρατηρίων, πολύ µεγαλύτερος από τον αντίστοιχο Μέσο Όρο της Ευρώπης, συγκριτικά µε τον πληθυσµό της χώρας.

    Ο ανταγωνισµός λειτουργούσε και συνεχίζει να λειτουργεί προς όφελος των καταναλωτών. Ο µόνος ανταγωνισµός που λειτουργεί εις βάρος της αγοράς, των καταναλωτών και του ίδιου του κράτους είναι ο αθέµιτος ανταγωνισµός από την παράνοµη αγορά λαθρεµπόριο, νοθευµένα καύσιµα, «πειραγµένες» αντλίες).

    Η αγορά επιθυμεί τον έλεγχο από την Πολιτεία

    Η αγορά επιδιώκει τον ελεύθερο ανταγωνισμό που κατοχυρώνεται µέσα από τον έλεγχο και την εποπτεία του κράτους. Ο Σύνδεσμος Εταιριών Εµπορίας Πετρελαιοειδών Ελλάδος έχει εδώ και χρόνια θέσει ως βασική προτεραιότητα τον έλεγχο της αγοράς και την καταπολέμηση της παραβατικότητας, µέσα από τη λειτουργία ενός σύγχρονου Συστήματος Εισροών – Εκροών. Ένα Σύστημα, που δυστυχώς µέχρι σήµερα δεν λειτουργεί αποτελεσματικά. Η µη αποτελεσματική λειτουργία του οφείλεται στην έλλειψη του κατάλληλου λογισμικού (Software), εξοπλισμού (hardware) και επαρκούς προσωπικού ελέγχου στην ΑΑ∆Ε και ΓΓΠΣ.

    Με πρωτοβουλία του ΣΕΕΠΕ και σε συνεργασία µε την Ανεξάρτητη Αρχή ∆ηµοσίων Εσόδων, ο Σύνδεσµος παρέχει υποστήριξη και συνδράµει τεχνολογικά στην εγκατάσταση και λειτουργία ενός ολιστικού συστήµατος παρακολούθησης των Εισροών – Εκροών σε όλα τα πρατήρια και τις φορολογικές αποθήκες της χώρας. Το κράτος οφείλει να εκσυγχρονίσει το νοµοθετικό πλαίσιο, ώστε το Σύστηµα Εισροών-Εκροών να λειτουργήσει και στο υπόλοιπο τµήµα της εφοδιαστικής αλυσίδας (φορολογικές αποθήκες – µεταφορά).